- χοντρόμαλλος
- η , ο грубошёрстный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοντρόμαλλος — η, ο, Ν 1. αυτός που αποτελείται από χοντρό μαλλί («χοντρόμαλλη κουβέρτα») 2. το ουδ. ως ουσ. το χοντρόμαλλο χοντρό μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + μαλλος (< μαλλί), πρβλ. ολό μαλλος] … Dictionary of Greek